- αδειάτος
- -η, -ο και αδειατός, -ή, -ό[άδειος]1. αυτός που έχει ευχέρεια χρόνου, ο εύκαιρος2. κενός, άδειος, αδειανός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άδειος — (I) ἄδειος, ον (Α) ο άφοβος, ο απτόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄ στερητ. + δFεῖος, το (= δέος, το) πρβλ. δει λός, δει νός]. (II) α, ο αυτός που δεν έχει περιεχόμενο, αδειανός, κενός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδειάζω υποχωρητικά (πρβλ. αγιάζω > άγιος). ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek